φυλοκρινώ

φυλοκρινώ
-έω, και εσφ. γρφ. φυλλοκρίνω, ΜΑ
1. επιλέγω προσεχτικά («τὸ βουλευτικὸν πᾱν καὶ φυλοκρινῆσαι καὶ διαλέξαι», Δίων Κάσσ.)
2. διακρίνω, ξεχωρίζω με ακρίβεια («ἕκαστον ὁποῑον ἐστὶ φυλοκρινεῖν», Λουκιαν.)
αρχ.
1. διακρίνω, ξεχωρίζω τις φυλές
2. κατατάσσω
3. επιλέγω προσεχτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦλον / φυλή + -κρινῶ μέσω ενός αμάρτυρου *φυλοκρινής (< φῦλον / φυλή + κρίνω, πρβλ. εἰλι-κρινής, εὐ-κρινής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φυλοκρινῶ — φῡλοκρινῶ , φυλοκρινέω make distinctions of tribe pres subj act 1st sg (attic epic doric) φῡλοκρινῶ , φυλοκρινέω make distinctions of tribe pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλλοκρίνω — Α (εσφ. γρφ.) βλ. φυλοκρινῶ …   Dictionary of Greek

  • φυλοκρίνησις — ήσεως, ἡ, Α [φυλοκρινῶ] διάκριση, διαχωρισμός …   Dictionary of Greek

  • φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”