- φυλοκρινώ
- -έω, και εσφ. γρφ. φυλλοκρίνω, ΜΑ1. επιλέγω προσεχτικά («τὸ βουλευτικὸν πᾱν καὶ φυλοκρινῆσαι καὶ διαλέξαι», Δίων Κάσσ.)2. διακρίνω, ξεχωρίζω με ακρίβεια («ἕκαστον ὁποῑον ἐστὶ φυλοκρινεῖν», Λουκιαν.)αρχ.1. διακρίνω, ξεχωρίζω τις φυλές2. κατατάσσω3. επιλέγω προσεχτικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦλον / φυλή + -κρινῶ μέσω ενός αμάρτυρου *φυλοκρινής (< φῦλον / φυλή + κρίνω, πρβλ. εἰλι-κρινής, εὐ-κρινής)].
Dictionary of Greek. 2013.